Top Social

Σχετικά

Ο κόσμος ξεχύνονταν στο λιμάνι της Σμύρνης, με ό,τι μπορούσε να κρατήσει στο χέρι (εκτός από τα παιδιά του), και προσπαθούσε να σωθεί. Παρακαλούσε και κουνούσε τα χέρια στα πλοία για να τους σώσουν που παρακολουθούσαν από μακριά, ενώ η φωτιά έφτανε κοντά τους, και όποιον έβρισκαν και τον έβλεπαν ότι ήταν ξένος, τον ικέτευαν για να τους σώσει. Έτσι και η προγιαγιά μας. Με 4 μικρά παιδιά και ένα βρέφος στην αγκαλιά του ενός από αυτά, μπόρεσε και βρήκε κάποιον Άγγλο, και του έδωσε μερικές λίρες για να σώσει έστω τα παιδιά της. Ο Άγγλος, που ήθελε να επωφεληθεί της κατάστασης, πήρε και τα 5 παιδιά και τα έβαλε κρυφά στο καράβι. Στο ταξίδι το μωρό, η θεία μας, πεινούσε και έκλαιγε, και για μια στιγμή τα υπόλοιπα παιδιά σκέφτηκαν να τη πετάξουν στη θάλασσα, γιατί με το κλάμα της θα τους πρόδιδε όλους. Αλλά ήταν μία σκέψη της στιγμής μέσα στην απελπισία τους. Το καράβι έφτασε στη Λέσβο και από εκεί μετά τους πήραν και τους πήγαν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ήταν που μετά από καιρούς πείνας και βρωμιάς τα παιδιά επανενώθηκαν με τη μάνα τους. Και έτσι όλα ξεκίνησαν κάπου εκεί. Ήμασταν ακόμα μικρές όταν ακούγαμε αυτή την ιστορία με λεπτομέρειες από τη πρόγιαγιά μας, που προλάβαμε να τη γνωρίσουμε και να της μιλήσουμε, και όλα αυτά κάτω από εκείνη τη βυσσινιά που είχε φυτέψει κατά τον ερχομό της σε αυτόν τον ξένο τόπο. Εκείνη η βυσσινιά ήταν το καταφύγιό μας. Ήταν η δροσιά μας τα καλοκαίρια και η προσμονή μας το χειμώνα. Αλλά πάνω απ’ όλα ήταν τα μυστικά που έκρυβε. Και τι δεν είχε ακούσει αυτή η βυσσινιά που ακόμα στέκει εκεί στο ίδιο σημείο, καλώντας μας να της πούμε κι άλλα. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που πρωί πρωί με τη δροσούλα, μετά την εκκλησία, ερχόταν με τις φίλες της και τις κερνούσε σπιτικό μερακλίδικο καφέ, γλυκό (τι άλλο;) βύσσινο και δροσερό νερό από τη τουλούμπα. Εκεί πάνω στη κουβέντα, της έλεγαν, έλα βρε Λενιώ, πες μας και τα μελούμενα. Και εκείνη, πάντα κάνοντας τη δύσκολη, έπαιρνε τον ντελβέ και τους έλεγε. Τη μία ο σταυρός, την άλλη η καμήλα, την άλλη ο δρόμος, πάντα κάτι έβρισκε, και έτσι πάντα το σπίτι μας ήταν γεμάτο. Επειδή την ήξεραν, οι νέες που ήθελαν να μάθουν πιο πολλά, τότε της ζητούσαν να πει τα χαρτιά. «Οχι» έλεγε εκείνη, «δεν πρόκειται», και εκείνες την καλόπιαναν για να τους κάνει το χατήρι, και τι να κάνει και η γιαγιά Λενιώ, τους τα έλεγε. Αλλά όχι κάτω από τη βυσσινιά. Περνούσαν στα «ιδιαίτερα» για να μη τους βλέπει ο κόσμος, τάχαμ τάχαμ. Της περνούσε μέσα στο κουζινάκι, δίπλα στη ξυλόσομπα, και πάνω στο μπορντώ βελούδο τραπεζομάντηλο με τα κρόσια, ένα από τα λίγα πράγματα που έφερε από τη Σμύρνη, με τη βοήθεια των χαρτιών τους έλεγε το μέλλον. Εμείς πάντα σε μία γωνιά να προσέχουμε τα χαρτιά, να βλέπουμε τι λέει, πως τα λέει, και πως τα συνδυάζει. Όταν λίγο μεγαλώσαμε της ζητήσαμε να μας μάθει και μας, και ενώ περιμέναμε να μας πει όχι, αφού της άρεσε πάντα να το παίζει δύσκολη, εκείνη πήρε θυμάμαι αμέσως τη τράπουλα και άρχισε. Έτσι λοιπόν μέσα σε εκείνο το κουζινάκι με τα μικρά λεπτά χαλάκια κρεμασμένα στον τοίχο, με απεικονίσεις ελαφιών και ζαρκαδιών να κάνουν βόλτες μέσα στο δάσος, άρχισαν όλα για εμάς. Ένας μαγικός κόσμος αισθήσεων, ένας κόσμος παράλληλος με αυτός που ζούσαμε, σκιές και διαίσθηση, να γίνονται ένα με εμάς. Όλο αυτό που μάθαμε, όλο αυτό θέλουμε να μοιραστούμε μαζί σας. Γιατί το να γνωρίζουμε τα μελλούμενα μας δίνει την δυνατότητα να τα αλλάξουμε και να προσδιορίσουμε εμείς οι ίδιοι τα μοίρα μας.
Be First to Post Comment !
Δημοσίευση σχολίου

Custom Post Signature

Custom Post  Signature